ἄκανθα

ἄκανθα
ἄκανθα (root ακ): thistle, pl. Od. 5.328†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄκανθα — thorn fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • άκανθα φτέρνας — Ανώμαλη, συχνά επώδυνη, εξόστωση στην πίσω επιφάνεια της φτέρνας …   Dictionary of Greek

  • ἀκάνθας — ἀκάνθᾱς , ἄκανθα thorn fem acc pl ἀκάνθᾱς , ἄκανθα thorn fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκανθ' — ἄκανθα , ἄκανθα thorn fem nom/voc sg ἄκανθαι , ἄκανθα thorn fem nom/voc pl ἄκανθε , ἄκανθος bearsfoot masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάνθαι — ἀκάνθᾱͅ , ἄκανθα thorn fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθέων — ἄκανθα thorn fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθῶν — ἄκανθα thorn fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάνθαις — ἄκανθα thorn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάνθης — ἄκανθα thorn fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάνθῃ — ἄκανθα thorn fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”